εξάμβλωμα

εξάμβλωμα
το (AM ἐξάμβλωμα)
έμβρυο πρόωρα γεννημένο
νεοελλ.
κάθε τερατώδες γέννημα ή κατασκεύασμα
αρχ.
εξάμβλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαμβλώ. Η λ. σήμαινε αρχικά «προϊόν αποβολής» και πιο συγκεκριμένα «το έμβρυο που απεβλήθη με εξάμβλωση, το απόβγαλμα», απ' όπου κατ' επέκταση καθετί που απορρίπτεται ως έκτρωμα, τερατώδες κατασκεύασμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐξάμβλωμα — abortion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάμβλωμα — το 1. το έμβρυο που αποβλήθηκε με εξάμβλωση, το έκτρωμα, το απόριγμα. 2. καθετί το τερατώδες, τέρας ή κατασκεύασμα εξαιρετικά κακότεχνο, τερατούργημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαμβλώματα — ἐξάμβλωμα abortion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαμβλωματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εξάμβλωμα ή στην εξάμβλωση 2. αυτός που μοιάζει με εξάμβλωμα, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξάμβλωμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γεώργ. Παγίδα] …   Dictionary of Greek

  • έκτρωμα — το (AM ἔκτρωμα) 1. έμβρυο που αποβλήθηκε με έκτρωση, εξάμβλωμα, απόριμμα 2. τέρας ασχήμιας, υπερβολικά άσχημο πράγμα 3. (μτφ. για ανθρώπους) αποκρουστικός, τερατώδης αρχ. πρόωρος τοκετός …   Dictionary of Greek

  • αισχρούργημα — το (Μ αἰσχρούργημα) νεοελλ. κακότεχνο έργο, τερατούργημα, εξάμβλωμα (αντίθ. καλλιτέχνημα) μσν. αισχρή πράξη, ασχημία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρουργῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αισχρουργηματικός] …   Dictionary of Greek

  • αμβλίσκω — ἀμβλίσκω και ἀμβλισκάνω και ἀμβλύσκω και ἀμβλῶ, όω (AM) μσν. γεννώ πρόωρα και αποβάλλω ατελές έμβρυο αρχ. 1. αποβάλλω εκούσια το έμβρυο, τό σκοτώνω, προκαλώ έκτρωση 2. παθ. αποτυγχάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ετυμολογικά συγγενής πιθ. με τη λ. μύλη… …   Dictionary of Greek

  • ζωοφθορία — (I) ζωοφθορία, ἡ (Α) έκτρωση, αποβολή, άμβλωση, έκτρωμα, εξάμβλωμα, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φθορια (< φθορος < φθείρω), πρβλ. αλληλο φθορία, οικο φθορία]. (II) ζῳοφθορία, ἡ (Α) διαφθορά ζώων, σαρκική μίξη με ζώα, κτηνοβασία.… …   Dictionary of Greek

  • ՎԻԺԱԾ — (ի, աց.) NBH 2 0820 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 12c ա.գ. ἕκτρωμα abortus, abortivus ἁμβλωθρίδιον, ἑξάμβλωμα artus abortivus. Սաղմն վիժեալ. անցուցանելն. անց. թերածին. անցուցած կամ ձգած տղայ. ... *Իբրեւ զվիժած, որ ելանիցէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • εξαμβλωματικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξάμβλωση (βλ. λ.), εκτρωτικός, που συντελεί στην εξάμβλωση. 2. ο όμοιος με εξάμβλωμα, τερατώδης, τερατόμορφος, οικτρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”